- παραβεβλημένως
- παραβεβλημένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass. of παραβάλλω,A recklessly, Poll.3.136.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβεβλημένως — παραβάλλω throw beside perf part mp masc acc pl (epic doric) παραβεβλημένως recklessly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβεβλημένως — Α επίρρ. 1. απερίσκεπτα, ανόητα 2. πλαγίως, ειρωνικά 3. σε παραβολές 4. παράλληλα 5. (κατά τον Ησύχ.) «ἀπαιτητικῶς παραλογιστικῶς ἐξ ἀντιβολῆς παραβάλλοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού παραβάλλω] … Dictionary of Greek